Λίστα "Χημικών Ενώσεων του Μήνα"

Η χημική ένωση του μήνα

 [Ιούλιος 2011]

 

Επιμέλεια σελίδας:

Θανάσης Βαλαβανίδης, Καθηγητής - Κωνσταντίνος Ευσταθίου, Καθηγητής

 

Φυσικoχημικές ιδιότητες [Αναφ. 1]:

Εμφάνιση: Ελαφρά ιξώδες, ανοικτά κίτρινο έλαιο με πολύ ελαφριά χαρακτηριστική οσμή

Μοριακός τύπος: C29H50Ο2

Σχετική μοριακή μάζα: 430,71

Σημείο τήξης: 2,5-3,5ºC

Σημείο ζέσεως: 200-220ºC (σε πίεση 0,1 mm Hg)

Πυκνότητα (d425): 0,95

Δείκτης διάθλασης (nD25): 1,5045

Διαλυτότητα: Ουσία πρακτικά αδιάλυτη στο νερό, αναμίξιμη σε κάθε αναλογία με έλαια, ακετόνη, αλκοόλη, χλωροφόρμιο, αιθέρα και άλλους διαλύτες λιπαρών υλών

Σταθερότητα: Οξειδώνεται σταδιακά από το ατμοσφαιρικό οξυγόνο αποκτώντας πιο σκούρο χρώμα. Σταθερή έναντι των οξέων και βάσεων απουσία οξυγόνου. Η οξείδωσή της επιταχύνεται κατά την έκθεση στο φως

α-Τοκοφερόλη (Βιταμίνη E)

α-Tocopherol (Vitamin E)

 

Η βιταμίνη Ε είναι ο κυριότερος λιποδιαλυτός αντιοξειδωτικός παράγοντας του

αντιοξειδωτικού συστήματος άμυνας των κυττάρων και λαμβάνεται αποκλειστικά μέσω της τροφής.

 

Γενικά για τις τοκοφερόλες

Οι τοκοφερόλες (tocopherols) είναι μια ομάδα λιποδιαλυτών χημικών ενώσεων παρόμοιας χημικής δομής (ομόλογες ενώσεις) με έντονες αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Παρουσιάζουν πολλαπλές φυσιολογικές δράσεις και η πρόσληψη από τον ανθρώπινο οργανισμό σε μικρές ποσότητες μέσω της τροφής είναι απαραίτητη. Συλλογικά οι τοκοφερόλες είναι γνωστές ως βιταμίνη Ε και συναντώνται σε φυτικά έλαια και γενικά σε φυτικής προέλευσης τροφές. Η ονομασία τους προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "τόκος" (γέννα, δημιουργία) και "φέρω", επειδή η απουσία τους από νωρίς είχε συσχετισθεί με προβλήματα στην αναπαραγωγική λειτουργία, όπως αποβολές εμβρύων.

 

Ανακάλυψη της βιταμίνης Ε

Το 1922, ο Αμερικανός ιατρός (ανατόμος και ενδοκρινολόγος) Herbert McLean Evans (1882-1972) καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας και η ιατρός (ανατόμος) Katharine J. Scott Bishop (1889-1976), μετά από διατροφικά πειράματα σε αρουραίους, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πέραν από τις μέχρι τότε γνωστές βιταμίνες, θα έπρεπε να υπάρχει ακόμη άλλη μία τουλάχιστον βιταμίνη, που θα είχε σχέση με την κανονική λειτουργία του αναπαραγωγικού συστήματος.

Οι δύο ερευνητές έτρεφαν αρουραίους με καθαρά θρεπτικά συστατικά και τις μέχρι τότε γνωστές βιταμίνες και παρατήρησαν ότι, παρ' όλο που τα πειραματόζωα αναπτύσσονταν κανονικά, παρουσίαζαν προβλήματα αναπαραγωγής, τα οποία έπαυαν να υφίστανται όταν εμπλούτιζαν τη διατροφή τους με σπόρους σιταριού.

Η τοκοφερόλη απομονώθηκε για πρώτη φορά από το σιτέλαιο, ένα έλαιο από τα φύτρα σιταριού (δεξιά), ιδιαίτερα πλούσιο σε τοκοφερόλη, το οποίο χρησιμοποιείται ως διατροφικό συμπλήρωμα και σε καλλυντικά προστασίας του δέρματος.

Αρκετά αργότερα, το 1936, ο Evans απομόνωσε από φυτικά έλαια μια λιπαρή ουσία με χημικό τύπο C29H50O2, την οποία ονόμασε τοκοφερόλη λόγω της φυσιολογικής της δράσης. Ως κύρια φυσική πηγή τοκοφερόλης χρησιμοποίησε το σιτέλαιο (wheat germ oil), ένα φυτικό έλαιο που βρίσκεται στα φύτρα σιταριού (φύτρα: οι νεαροί βλαστοί, οι οποίοι φυτρώνουν από διάφορους καρπούς και σπόρους), τα οποία είναι ιδιαίτερα πλούσια σε α-τοκοφερόλη, αλλά και τις άλλες τοκοφερόλες.

Ο Evans διαπίστωσε ότι ένα από τα άτομα οξυγόνου ανήκε σε φαινολικό υδροξύλιο και λίγο αργότερα, το 1938, ο Fernholtz παρουσίασε την πλήρη χημική δομή της ένωσης [Αναφ. 2].

Αργότερα διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν και άλλες ενώσεις με παραπλήσια δομή (με διαφορές μόνο στον αριθμό και στις θέσεις μεθυλίων), που συλλογικά ονομάστηκαν τοκοφερόλες και διακρίνονταν μεταξύ τους με προθήματα ελληνικών γραμμάτων.

Η ανεπάρκεια της διατροφής σε βιταμίνη Ε προκαλεί στείρωση, τόσο στον άνδρα όσο και στη γυναίκα, καθώς και βλάβες των ιστών, ιδιαίτερα του νευρικού και του μυϊκού συστήματος. Στον άνθρωπο πραγματική αβιταμίνωση Ε είναι πολύ σπάνια λόγω της ευρύτατης διάδοσης της βιταμίνης Ε στα φυτικά έλαια, αλλά και γενικότερα στις περισσότερες φυτικές τροφές.

Βιταμίνη Ε χορηγείται θεραπευτικά σε περιπτώσεις συχνών αποβολών καθώς και σε περιπτώσεις μυϊκής δυστροφίας με πολύ καλά αποτελέσματα. Υπάρχουν μελέτες, που απέδειξαν ότι η βιταμίνη Ε μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση πολλών καταστάσεων επιβλαβών για την υγεία, αφού επιβραδύνει την καταστροφή των βιολογικών μεμβρανών και άλλων βιομορίων από τις ελεύθερες ρίζες, όπως και καταστάσεις που επάγονται γενικά από το ονομαζόμενο οξειδωτικό stress. Εκτός από την αντιοξειδωτική της δράση η βιταμίνη Ε συμμετέχει σε πολλές ενζυμικές διεργασίες. Οι ημερήσιες ανάγκες για τον ενήλικα άνθρωπο εκτιμώνται περίπου στα 15 mg.

Christiaan Eijkman

(1858-1930)

Casimir Funk

(1884-1967)

 

 

Λίγα πράγματα για τις βιταμίνες [Αναφ. 2]

Οι βιταμίνες είναι οργανικές ενώσεις, που είναι απαραίτητες σε πολύ μικρές ποσότητες από ένα οργανισμό και χωρίς θερμιδική αξία (στις ποσότητες αυτές). Οι βιταμίνες είτε λείπουν από τους οργανισμούς ή δεν μπορούν να συντεθούν από αυτόν στις απαραίτητες ποσότητες και πρέπει να προσληφθούν μέσω της διατροφής.

 Χρονολογική σειρά ανακάλυψης των βιταμινών [Αναφ. 2ε]

τος

ανακάλυψης

ΒΙΤΑΜΙΝΗ

ΠΗΓΗ/ΤΡΟΦΙΜΟ

1913

Βιταμίνη Α (Ρετινόλη)

(Μουρουνέλαιο) λάδι μπακαλιάρου

1910

Βιταμίνη Β1 (Θειαμίνη)

Φλοιός ρυζιού

1920

Βιταμίνη C (Ασκορβικό οξύ)

Φρέσκα φρούτα και λαχανικά

1920

Βιταμίνη D (Καλσιφερόλη)

Μουρουνέλαιο

1920

Βιταμίνη Β2 (Ριβοφλαβίνη)

Κρέας και αυγά

1922

Βιταμίνη Ε (Τοκοφερόλες)

Φυτικά έλαια

1926

Βιταμίνη Β12 (Κοβαλαμίνη)

'Ηπαρ, αυγά, ζωικά τρόφιμα

1929

Βιταμίνη Κ1 (Φυλλοκινόνη)

Πράσινα φυλλώδη λαχανικά

1931

Βιταμίνη Β5 (Παντοθενικό οξύ)

Κρέας, ολικά σιτηρά, πολλά τρόφιμα

1931

Βιταμίνη Β7 (Βιοτίνη)

Κρέας, αυγά, γαλακτοκομικά προϊόντα

1934

Βιταμίνη Β6 (Πυριδοξίνη)

Κρέας, γαλακτοκομικά προϊόντα

1936

Βιταμίνη Β3 (Νιασίνη)

Κρέας, αυγά, δημητριακά

1941

Βιταμίνη Β9 (Φυλλικό οξύ)

Φυλλώδη, πράσινα, λαχανικά

Η έννοια της βιταμίνης διατυπώθηκε πρώτη φορά από τον Ολλανδό γιατρό Christiaan Eijkman (1858-1930), ο οποίος τιμήθηκε με Βραβείο Νόμπελ Ιατρικής το 1929. Εργάσθηκε ως ιατρός στην Μπατάβια (σήμερα Τζακάρτα) των Ανατολικών Ινδιών (Ινδονησία). Εκείνη την εποχή υπήρχε επιδημία της ασθένειας μπέρι-μπέρι (συμπτώματα παράλυσης, καρδιακές ανωμαλίες, οίδημα και θάνατο). Η νόσος αυτή (πολυ-νευρίτιδα) διαπιστώθηκε ότι οφειλόταν στο ότι εκείνη την εποχή άρχισαν οι πληθυσμοί της περιοχής να καταναλώνουν αποφλοιωμένο ρύζι.

Ο Eijkman απέδειξε ότι μπορούσε να προκαλέσει τη νόσο σε κοτόπουλα θρέφοντάς τα αποκλειστικά με αποφλοιωμένο ρύζι και ότι το εκχύλισμα πλήρους ρυζιού καταπολεμούσε τη νόσο. Η υπόθεση που ανέπτυξε και αποδείχθηκε σωστή, ήταν ότι στο φλοιό του ρυζιού υπήρχε μια σημαντική χημική ουσία (αποδείχθηκε αργότερα ότι ήταν η θειαμίνη, η βιταμίνη Β1).

Αργότερα (1912), ο Πολωνό-Αμερικανός χημικός Casimir Funk (1884-1967) πρότεινε τον όρο βιταμίνη, ο οποίος υιοθετήθηκε (από το vital: ζωτικός + αμίνη) θεωρώντας ότι όλες οι βιταμίνες είναι αζωτούχες ενώσεις. Ωστόσο, αργότερα αποδείχθηκε ότι δεν περιέχουν όλες οι βιταμίνες άζωτο, αλλά αποτελούν μια αρκετά μεγάλη ποικιλία και τελείως διαφορετικών (από χημική άποψη) ενώσεων, από τις οποίες άλλες είναι λιποδιαλυτές και άλλες υδατοδιαλυτές.

Στον φλοιό του ρυζιού (αριστερά) υπήρχε η βιταμίνη Β1, που προλάμβανε την νόσο μπέρι-μπέρι και η οποία εκδηλώθηκε σε διαστάσεις επιδημίας μετά την έναρξη κατανάλωσης αποφλοιωμένου ρυζιού (δεξιά).

Οι βιταμίνες συμβολίστηκαν με λατινικά γράμματα και έλαβαν ονομασίες που σχετίζονταν με τη χημική δομή τους ή τη δράση τους. Οι βιταμίνες έχουν διαφορές μεταξύ τους ως προς τη δομή και τη λειτουργία τους και διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες, στις υδατοδιαλυτές και στις λιποδιαλυτές.

Ο σημαντικότερος ρόλος των βιταμινών είναι να ρυθμίζουν τις διάφορες αντιδράσεις του μεταβολισμού. Πολλές από αυτές είναι ισχυρές αντιοξειδωτικές ουσίες και ρυθμίζουν την οξειδωτική/αναγωγική ομοιοστασία των αερόβιων οργανισμών. 'Ελλειψη μιας βιταμίνης διακόπτει τις ειδικές μεταβολικές διεργασίες και μπορεί να αλλάξει τη μεταβολική ισορροπία στον οργανισμό.

Οι υδατοδιαλυτές βιταμίνες συμμετέχουν στη μεταφορά ενέργειας και στον μεταβολισμό των πρωτεϊνών, των υδατανθράκων (σάκχαρα) και των λιπαρών οξέων, που βρίσκονται κυρίως στις κυτταρικές μεμβράνες. Οι λιποδιαλυτές βιταμίνες αποτελούν βασικό τμήμα των βιολογικών μεμβρανών και παίζουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της λειτουργίας τους και στην προστασία τους από οξειδωτικές βλάβες ή λιπιδικές υπεροξειδώσεις. τους. Ορισμένες βιταμίνες έχουν δράση στο γενετικό υλικό του οργανισμού και ελέγχουν τη σύνθεση ορισμένων ενζύμων.

Μερική ή ολική στέρηση μίας ή περισσότερων βιταμινών από τον οργανισμό του ανθρώπου ή των ζώων προκαλεί διάφορες παθολογικές καταστάσεις (υποβιταμίνωση ή αβιταμίνωση). Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρούνται διαταραχές του οργανισμού, εξαιτίας πολύ μεγάλων δόσεων βιταμινών (υπερβιταμινώσεις), που είναι αντίστοιχες με αυτές της παντελούς έλλειψης.

 

 

Το χρονικό της βιταμίνης Ε

Στον επόμενο πίνακα συνοψίζονται οι κυριότεροι σταθμοί πάνω στην έρευνα για τη βιταμίνη Ε [Αναφ. 3ε].

1911 Ο Hart και οι συνεργάτες αναφέρουν την πιθανότητα ύπαρξης ενός παράγοντα "αντί-στειρότητας" στα ζώα 1974 Ο Fahrenholtz διαπιστώνει την ικανότητα της α-τοκοφερόλης να καταστρέφει τις οξυγονούχες ελεύθερες ρίζες
1920 Οι Mathhhill και Conkin παρατηρούν αναπαραγωγικές ανωμαλίες σε αρουραίους τρεφόμενους με γάλα ειδικής δίαιτας 1977 Περιγράφονται τα συμπτώματα της ανεπάρκειας της βιταμίνης Ε στον άνθρωπο.
1922 Η βιταμίνη Ε ανακαλύπτεται από τον H. Evans και την K. Bishop 1980 Οι Walton και Packer θεωρούν ότι η βιταμίνη Ε αποτρέπει τον σχηματισμό εν δυνάμει καρκινογόνων ουσιών από την οξείδωση ακόρεστων λιπαρών οξέων
1936 Ο Evans και οι συνεργάτες του απομονώνουν σε καθαρή μορφή την α-τοκοφερόλη από σιτέλαιο 1980 Οι McKay και King θεωρούν ότι η αντιοξειδωτική δράση της βιταμίνης Ε εντοπίζεται κυρίως στην κυτταρική μεμβράνη
1938 Ο Fernholz ανακαλύπτει τη χημική δομή της βιταμίνης Ε και ο Karrer (Nobel Χημείας του 1937) συνθέτει την dl-α-τοκοφερόλη 1990 Αποδεικνύεται η ανασταλτική δράση της βιταμίνης Ε στην οξείδωση των λιποπρωτεϊνών χαμηλής πυκνότητας (LDL)
1945 Ο Dam και οι συνεργάτες του ανακαλύπτουν υπεροξειδικές ενώσεις στον λιπώδη ιστό ζώων που τρέφονται με τρόφιμα με ανεπαρκή βιταμίνη Ε 1990 Ο Kaiser και οι συνεργάτες ανακαλύπτουν τον μηχανισμό καταστροφής των οξυγονούχων ελεύθερων ριζών από τη βιταμίνη Ε
1962 Ο Tappel θεωρεί τη βιταμίνη Ε ως in vivo αντιοξειδωτική ουσία που προστατεύει τα κύτταρα από τις ελεύθερες ρίζες. 1991 Ο Azzi και οι συνεργάτες του περιγράφουν την ανασταλτική δράση της α-τοκοφερόλης στον πολλαπλασιασμό των λείων μυϊκών κυττάρων των αγγείων και της ενεργότητας της πρωτεϊνικής κινάσης C
1968 Η βιταμίνη Ε αναγνωρίζεται ως απαραίτητη θρεπτική ουσία για τον άνθρωπο από το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνών των ΗΠΑ 2004 O Barella και οι συνεργάτες του αποδεικνύουν ότι η βιταμίνη Ε ρυθμίζει τη γονιδιακή έκφραση στο ήπαρ και στους όρχεις των αρουραίων

 

Χημική δομή των τοκοφερολών [Αναφ. 3]

Κοινό χημικό χαρακτηριστικό των τοκοφερολών (α-, β-, γ- και δ-τοκοφερόλη) είναι η ύπαρξη μια ομάδας χρωμανίου (chromane, βλ. δίπλα), η οποία στη θέση 6 περιέχει ένα (φαινολικό) υδροξύλιο, σχηματίζοντας την 6-χρωμανόλη (6-chromanol), όπως και μια πλευρική αλειφατική αλυσίδα, η οποία αναφέρεται στη βιβλιογραφία ως ουρά φυτυλίου (phytyl tail), στη θέση 2.

Ο αντιοξειδωτικός χαρακτήρας των τοκοφερολών οφείλεται στο φαινολικό υδροξύλιο του χρωμανίου , ενώ ο έντονα λιπόφιλος χαρακτήρας τους και η ουσιαστική μηδενική διαλυτότητά τους στο νερό οφείλεται στην ουρά φυτυλίου. Η ομάδα αυτή προέρχεται από την άκυκλη διτερπενική αλκοόλη φυτόλη (phytol), η οποία εστεροποιημένη αποτελεί το "λιπόφιλο" τμήμα του μορίου της χλωροφύλλης. Χάρις σε αυτό το λιπόφιλο τμήμα, η χλωροφύλλη είναι ουσιαστικά αδιάλυτη στο νερό και παραμένει στους χλωροπλάστες των φυτών.

Οι διάφορες τοκοφερόλες διαφέρουν ως προς τον αριθμό και τις θέσεις των μεθυλίων στον αρωματικό δακτύλιο της χρωμανόλης. 'Ολες οι τοκοφερόλες περιέχουν 3 ασύμμετρα άτομα άνθρακα, επομένως κάθε για κάθε τοκοφερόλη υπάρχουν 23 = 8 οπτικώς ισομερή (RRR, RRS, RSR, RSS, SRR, SRS, SSR, SSS). Στις φυσικές τοκοφερόλες και οι τρεις άνθρακες έχουν στερεοχημική διαμόρφωση R, ενώ στις συνθετικές βιταμίνες και τα οκτώ δυνατά στερεοϊσομερή βρίσκονται στην ίδια αναλογία. Από τα 3 ασύμμετρα άτομα άνθρακα, αυτό του οποίου η στερεοχημική διαμόρφωση έχει ιδιαίτερη σημασία ως προς την ενεργότητα των τοκοφερολών είναι εκείνο της θέσης 2 της ομάδας της χρωμανόλης. Μόνο οι τοκοφερόλες με στερεοχημική διαμόρφωση R στον άνθρακα αυτόν είναι βιολογικώς ενεργές [Αναφ. 3στ].

Από τις τέσσερις τοκοφερόλες η α-τοκοφερόλη βρίσκεται συνήθως σε μεγαλύτερη αναλογία (ακολουθούμενη από τη γ-τοκοφερόλη) και είναι η πλέον ενεργή από βιολογική άποψη, ενώ η δ-τοκοφερόλη εμφανίζεται να διαθέτει την εντονότερη αντιοξειδωτική ενεργότητα (ακολουθούμενη και αυτή από τη γ-τοκοφερόλη). Η γ-τοκοφερόλη έχει ελεύθερη τη θέση 5 της χρωμανόλης, η οποία μπορεί εύκολα να δεχθεί τη νιτροομάδα (-ΝΟ2) και έχει αποδειχθεί με πειράματα in vitro, ότι δρα ως "παγίδα" οξειδίων του αζώτου, αζωτούχων ριζών και άλλων ηλεκτρονιόφιλων μεταλλαξιγόνων σωματιδίων και θεωρείται ως η κατ' εξοχήν "αντιγηραντική" από τις τοκοφερόλες [Αναφ. 3ζ].

Συστηματική ονομασία των τοκοφερολών. Το συστηματικό όνομα της φυσικής α-τοκοφερόλης είναι: [2R-2R*(4R*,8R*)-3,4-διυδρο-2,5,7,8-τετραμεθυλο-2-(4,8,12-τριμεθυλο-δεκατριυλο)-2Η-1-βενζοπυρανόλη-6 ή [2R-2R*(4R*,8R*)-3,4-διυδρο-2,5,7,8-τετραμεθυλο-2-(4,8,12-τριμεθυλο-δεκατριυλο-)-χρωμανόλη-6. 'Ενας απλουστευμένος τρόπος ονομασίας των τοκοφερολών βασίζεται στη "μητρική ένωση" των τοκοφερολών, την τοκόλη (tocol), η οποία δεν φέρει μεθύλια στον αρωματικό δακτύλιο, οπότε π.χ. η α-τοκοφερόλη μπορεί να ονομασθεί: 5,7,8-τριμεθυλο-τοκόλη.

Τοκοτριενόλες. Με τις τοκοφερόλες συνήθως συνεξετάζονται και οι τοκοτριενόλες (tocotrienols), οι οποίες (ανάλογα με τις τοκοφερόλες) ονομάζονται: α-, β-, γ- και δ-τοκοτριενόλες. Οι τοκοτριενόλες ανακαλύφθηκαν κατά τη δεκαετία του 1960 και από τότε θεωρούνται και αυτές ως κανονικά συστατικά της βιταμίνης Ε. Διαφέρουν ως προς τις αντίστοιχες τοκοφερόλες κατά το ότι η πλευρική υδρόφοβη αλειφατική αλυσίδα περιλαμβάνει και τρεις διπλούς δεσμούς, που αναφέρεται ως ουρά φαρνεσυλίου (farnesyl tail). Θεωρούνται δραστικότερες από τις τοκοφερόλες ως πλέον "διεισδυτικές" στις κυτταρικές μεμβράνες

Οι τέσσερις τοκοφερόλες και οι τέσσερις τοκοτριενόλες που συνιστούν το σύμπλεγμα των βιταμινών Ε.

Μόριο της α-τοκοφερόλης

Φιαλίδιο με α-τοκοφερόλη

 

Βιοσύνθεση και χημική σύνθεση τοκοφερόλης [Αναφ. 4]

Βιοσύνθεση της βιταμίνης Ε. Η βιοσύνθεση των τοκοφερολών έχει μελετηθεί επαρκώς και έχει διαπιστωθεί ότι πραγματοποιείται μέσω σύζευξης του πυροφωσφορικού (διφωσφορικού) εστέρα της φυτόλης με το ομογεντισικό οξύ (homogentisic acid). Το ομογεντισικό οξύ (2,5-διυδροξυ-φαινυλοξικό οξυ) είναι προϊόν του μεταβολισμού των αμινοξέων φαινυλαλανίνη και τυροσίνη, ενώ η φυτόλη (μια εικοσα-εν-όλη), όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί προϊόν του μεταβολισμού της χλωροφύλλης. Τη σύζευξη ακολουθεί σειρά αντιδράσεων κυκλοποίησης και μεθυλίωσης. Το γενικό σχήμα βιοσύνθεσης περιγράφεται συνοπτικά από την ακόλουθη σειρά αντιδράσεων:

Paul Karrer (1889-1971), Nobel Χημείας 1937.

Η βιοσύνθεση των τοκοφερολών πραγματοποιείται στους χλωροπλάστες (οργανίδια των φυτικών κυττάρων) και η βασική πρόδρομος ένωση είναι το αμινοξύ τυροσίνη. Η τυροσίνη οξειδώνεται προς p-υδροξυ-φαινυλο-πυροσταφυλικό οξύ (p-hydroxyphenylpyruvic acid), το οποίο μετατρέπεται προς ομογεντισικό οξύ με τη βοήθεια του ενζύμου p-υδρο-φαινυλο-πυροφωσφορική διοξυγενάση. Το ομογεντισικό οξύ συζεύγνυται με τον πυροφωσφορικό εστέρα της φυτόλης (phytyl diphosphate) με τη βοήθεια του ενζύμου πρενυλοτρανσφεράση [πρενύλιο: η ομάδα (CH3)2C=CHCH2-] και με σχηματισμό της ένωσης 2-μεθυλο-6-φυτυλο-1,4-δι-υδροξυ-βενζόλιο, το οποίο υφίσταται την πρώτη μεθυλίωση προς 2,3-διμεθυλο-6-φυτυλο-1,4-δι-υδροξυ-βενζόλιο με τη βοήθεια του ενζύμου μεθυλοτρανσφεράση. Η τελευταία υπόκειται σε κυκλοποίηση με τη βοήθεια του ενζύμου κυκλάση της τοκοφερόλης με σχηματισμό γ-τοκοφερόλης, η οποία υπόκειται σε περαιτέρω μεθυλίωση παρέχοντας α-τοκοφερόλη. Με κάποιες τροποποιήσεις της αλληλουχίας των αντιδράσεων παράγονται οι β- και δ-τοκοφερόλες.

Η βιοσύνθεση των τοκοτριενολών πραγματοποιείται με παρόμοια σειρά αντιδράσεων, μόνο που αντί του πυροφωσφορικού εστέρα της φυτόλης είσαγεται ο πυροφωσφορικός εστέρας της γερανυλογερανόλης (geranylgeranyl diphosphate) [Αναφ. 4α,β].

Χημική σύνθεση της βιταμίνης Ε. Το 1938 πραγματοποιήθηκε πραγματοποιήθηκε η χημική σύνθεση της dl-α-τοκοφερόλης από τον Ελβετό (Σουηδικής καταγωγής) χημικό Paul Karrer (Nobel Χημείας 1937 για τις μελέτες του πάνω στα καροτενοειδή, τις φλαβίνες και τις βιταμίνες Α και Β2) και τους συνεργάτες. Η σύνθεση πραγματοποιήθηκε με θέρμανση τριμεθυλοϋδροκινόνης (2,3,5-τριμεθυλο-1,4-διυδροξυ-βενζόλιο) με φυτυλοβρωμίδιο σε πετρελαϊκό αιθέρα παρουσία άνυδρου χλωριούχου ψευδαργύρου. Η απόδοση ήταν σχεδόν ποσοτική και όπως αναφέρουν οι ερευνητές η α-τοκοφερόλη μετά από χρωματογραφικό καθαρισμό παρελήφθη ως μια ελαιώδης ουσία ανοιχτοκίτρινου χρώματος (Karrer P, Fritzsche H, Ringier BH, Salomon H, Helv. Chim. Acta: 21, 520, 1938).

Οι πλέον σύγχρονες τεχνικές σύνθεσης των τοκοφερολών δεν απέχουν πολύ από την αρχική μέθοδο και βασίζονται στη σύζευξη μεθυλιωμένων υδροκινονών (υδροκινόνη: 1,4-διυδροξυ-βενζόλιο) με ισοφυτόλη ή κάποιο αλογονίδιο της. Οι αντιδράσεις καταλύονται από οξέα Brønsted και Lewis (HCOOH, CH3COOH, ZnCl2, BF3) ή με ετερογενή κατάλυση (π.χ. με αργιλοπυριτικά άλατα). 'Ετσι π.χ. για τη σύνθεση της α-τοκοφερόλης η αντίδραση μπορεί να είναι:

Για τις άλλες τοκοφερόλες χρησιμοποιούνται τα αντίστοιχα μεθυλιωμένα παράγωγα της υδροκινόνης. Τα παράγωγα αυτά, όπως η 2,3,5-τριμεθυλο-υδροκινόνη (2,3,5-trimethyl-hydroquinone, TMHQ), είναι εμπορικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται ως αντιοξειδωτικά και για τις συνθέσεις των τοκοφερολών. Παρασκευάζονται με ποικιλία μεθόδων και με πρώτες ύλες μεθυλιωμένες φαινόλες (κρεσόλες) ή ξυλόλια. Η ισοφυτόλη, ένα ελαιώδες και ιξώδες υγρό είναι επίσης ένα εμπορικό προϊόν που χρησιμοποιείται σε διάφορα καλλυντικά και λαμβάνεται (κυρίως). Παρασκευάζεται από την ισομερή φυτόλη (βλ. χημικό τύπο πιο πάνω) μέσω αλλυλικής μετάθεσης. Η φυτόλη παρασκευάζεται επίσης σε μεγάλες ποσότητες μέσω υδρολυτικής διάσπασης της χλωροφύλλης της οποία αποτελεί το λιπόφιλο τμήμα.

Τοκοφερόλες μπορούν να ληφθούν και από φυτικά έλαια μέσω χρωματογραφικών διαχωρισμών. Επιπλέον, έχουν προταθεί πολλές βιοτεχνολογικές μέθοδοι παραγωγής τους.

Η α-τοκοφερόλη διατίθεται επίσης με τη μορφή εστέρα με οξικό ή ηλεκτρικό οξύ (succinic acid). Οι εστεροποιημένες μορφές της τοκοφερόλης είναι πιο σταθερές ως προς την οξείδωση και για τον λόγο αυτό προστίθενται σε και σε διάφορα καλλυντικά (κυρίως φροντίδας δέρματος) και αντιηλιακά σκευάσματα (ζελέ, αλοιφές, λάδια). Απορροφούνται εύκολα από το δέρμα και στη συνέχεια υπόκεινται σε υδρόλυση απελευθερώνοντας τη δραστική τοκοφερόλη.

Η παγκόσμια ετήσια παραγωγή βιταμίνης Ε ξεπερνάει τους 20.000 τόννους, από τους οποίους το 90% είναι συνθετική. Η μεγαλύτερη ποσότητά της χρησιμοποιείται σε ζωοτροφές και περίπου το ένα τέταρτο της ποσότητας αυτής χρησιμοποιείται για τις εφαρμογές όπως: φάρμακα, διατροφικά συμπληρώματα, καλλυντικά, συντηρητικά τροφίμων και φαρμάκων. Φυσικό εκχύλισμα τοκοφερολών είναι γνωστό ως πρόσθετο τροφίμων Ε306, ενώ οι συνθετικές α-, β- και γ-τοκοφερόλες, είναι τα πρόσθετα Ε307, Ε308 και Ε309, αντιστοίχως [Αναφ. 5β].

 

Η βιταμίνη Ε στη διατροφή [Αναφ. 5]

Μονάδες βιταμίνης Ε. Για διατροφικούς σκοπούς, η ενεργότητα της βιταμίνης Ε εκφράζεται σε ισοδύναμα α-τοκοφερόλης (α-tocopherol equivalents, α-TEs). Μια μονάδα ενεργότητας α-ΤΕ είναι η ενεργότητα 1 mg RRR-α-τοκοφερόλης (παλαιότερη ονομασία: d-α-τοκοφερόλη). Για να εκτιμηθεί η ενεργότητα σε μονάδες α-TE σε περιπτώσεις μίγματος φυσικών μορφών της βιταμίνης Ε ισχύει η σχέση [Αναφ. 5β]:

ολική ενεργότητα (σε α-ΤΕ) = 1 x (mg α-τοκοφερόλης)  +  0,5 x (mg β-τοκοφερόλης)  +  0,1 x (mg γ-τοκοφερόλης)  +  0,3 x  (mg α-τοκοτριενόλης)

Κάθε συνθετική μορφή ρακεμική μορφή α-τοκοφερόλης (dl-α-τοκοφερόλη) πολλαπλασιάζεται με 0,74.

'Ενα χιλιοστογραμμάριο του οξικού εστέρα της συνθετικής ρακεμικής μορφής της α-τοκοφερόλης (οξική dl-α-τοκοφερόλη) ισοδυναμεί με μια διεθνή μονάδα (international unit, IU) βιταμίνης Ε. Στον παραπλεύρως πίνακα παρέχονται οι σχετικές τιμές βιολογικής και αντιοξειδωτικής δραστικότητας των διαφόρων ομολόγων τοκοφερόλης και τοκοτριελονών.

Η αντιοξειδωτική δράση κάθε τοκοφερόλης προσδιορίσθηκε με βάση τον χρόνο που χρειάζεται για να φθάσει μια καθορισμένη τιμή ο δείκτης υπεροξειδίων λαρδιού (peroxide value, POV) την τιμή 50 [Αναφ. 5γ].

Πρόσληψη βιταμίνης Ε με τη διατροφή. Οι συνιστώμενες ημερήσιες ποσότητες βιταμίνης Ε είναι: για μωρά έως 1 έτους: 4-5 mg, για παιδιά 1 έως 8 ετών: 6-7 mg, για παιδιά 9 έως 13 ετών: 11 mg για έφηβους και ενήλικες: 15 mg, κατά τον θηλασμό: 19 mg [Αναφ. 5α].

Οι βιταμίνες του συμπλέγματος Ε δεν βιοσυντίθεται από τον άνθρωπο και τα άλλα θηλαστικά και προσλαμβάνονται αποκλειστικά μέσω της διατροφής. Η ημερήσια πρόσληψη α-τοκοφερόλης διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα. Μπορεί να κυμαίνεται από 8-10 mg (π.χ. Ισλανδία, Φινλανδία, Νέα Ζηλανδία) έως 20-25 mg (π.χ. Γαλλία, Ελλάδα, Ισπανία).

Οι διαφορές αυτές οφείλονται κυρίως στον τύπο των ελαίων που χρησιμοποιούνται από τους κατοίκους των διαφόρων χωρών, στα οποία τόσο οι ποσότητες, όσο και οι αναλογίες των διαφόρων τοκοφερολών διαφέρουν σημαντικά. Για παράδειγμα το ηλιέλαιο περιέχει περίπου 70 mg α-τοκοφερόλης /100 g σε αντίθεση με το σογιέλαιο, το οποίο περιέχει μόνο 10 mg /100 g. Το σογιέλαιο, που χρησιμοποιείται κυρίως στη Βόρεια Ευρώπη είναι πλουσιότερο σε γ-τοκοφερόλη, που όμως υστερεί σε βιολογική ενεργότητα σε σχέση με την α-τοκοφερόλη. Σε κάθε περίπτωση, μια εξισορροπημένη διατροφή δεν μπορεί να προσφέρει ημερησίως (ούτε και χρειάζεται) περισσότερα από περίπου 30 mg α-τοκοφερόλης.

Στον παραπάνω πίνακα δείχνονται ενδεικτικές τιμές περιεκτικότητας διαφόρων φυτικών ελαίων σε τοκοφερόλες και τοκοτριενόλες [Αναφ. 5β]. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σημαντικά ποσοστά των περιεχόμενων τοκοφερολών χάνονται (οξειδώνονται) κατά την επεξεργασία (ραφινάρισμα) των λαδιών. Πλούσιοι σε τοκοφερόλες είναι διάφοροι καρποί και σπόροι, πολλοί από τους οποίους καταναλώνονται ως "ξηροί καρποί". Οι περιεκτικότητες ορισμένων από αυτούς στις δύο κύριες τοκοφερόλες δίνονται στον παρακάτω πίνακα (οι περιεκτικότητες στις άλλες δύο τοκοφερόλες και τοκοτριενόλες είναι κατά κανόνα μικρότερες από 1 mg / 100 g) [Αναφ. 5ια].

 

Μεταβολισμός των τοκοφερολών. Οι συγκεντρώσεις των τοκοφερολών στο πλάσμα του αίματος ρυθμίζονται από το ήπαρ, το οποίο τις παραλαμβάνει μετά την απορρόφησή τους από το λεπτό έντερο. Στο αίμα μεταφέρονται με τις λιποπρωτεΐνες και τα ερυθρά αιμοσφαίρια. Οι διαφορές στη βιολογική ενεργότητα των διαφόρων τοκοφερολών οφείλονται κατά κύριο λόγο στη διαφορετική δυνατότητα δέσμευσής τους από πρωτεΐνες. 'Ετσι, η α-τοκοφερόλη δεσμεύεται επιλεκτικά από μια ηπατική πρωτεΐνη (hepatic α-tocopherol transfer protein, α-TTP), η οποία την απομακρύνει εύκολα από το ήπαρ και τη μεταφέρει, μέσω της κυκλοφορίας του αίματος, στα σημεία όπου θα πρέπει να δράσει αντιοξειδωτικά.

'Ετσι, το ήπαρ επανεκκρίνει επιλεκτικά την α-τοκοφερόλη μέσω της α-TTP, ενώ μεταβολίζει και αποβάλλει τις άλλες μορφές της βιταμίνης Ε, με αποτέλεσμα οι συγκεντρώσεις των άλλων τοκοφερολών να είναι πολύ μικρότερες από εκείνες της α-τοκοφερόλης. Ενδεικτικά η συγκέντρωση στο πλάσμα του αίματος της γ-τοκοφερόλης είναι σχεδόν το 1/10 της συγκέντρωσης της α-τοκοφερόλης και αντίστοιχα οι συγκεντρώσεις των μεταβολιτών της γ-τοκοφερόλης στα ούρα είναι μεγαλύτερες από τις συγκεντρώσεις των μεταβολιτών της α-τοκοφερόλης [Αναφ. 5ζ-5η].

Τα παιδιά που γεννιούνται πρόωρα έχουν πολύ μικρά αποθέματα τοκοφερόλης και η τροφή τους πρέπει να είναι ενισχυμένη σε βιταμίνη Ε.

Συμπτώματα αβιταμίνωσης και υπερβιταμίνωσης Ε. Πρέπει να τονισθεί ότι περιπτώσεις αβιταμίνωσης Ε (vitamin E deficiency) είναι σπάνιες και παρατηρούνται στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες και είναι αποτέλεσμα υποσιτισμού. Μεταξύ των προβλημάτων που μπορεί να προκαλέσει η πρόσληψη ανεπαρκών ποσοτήτων βιταμίνης Ε περιλαμβάνονται [Αναφ. 5θ]:

Στα βρέφη: Απώλεια βάρους, καθυστέρηση στην ανάπτυξη, απώλεια βάρους, δυσκολίες στην πρόσληψη τροφής, ψυχοσωματικά προβλήματα.

Στα παιδιά: Ηπατικά, νευρολογικά, οφθαλμολογικά προβλήματα, απώλεια αισθήσεων δόνησης και θέσης, καθυστέρηση στην ανάπτυξη.

Στους ενήλικες: 'Ηπια αιμολυτική αναιμία, νευρολογικά προβλήματα, "εύθραυστα" ερυθρά αιμοσφαίρια, μυικά προβλήματα, οφθαλμολογικά προβλήματα (καταρράκτης), προβλήματα αναπαραγωγής και μη γονιμότητας, πτώση της libido.

Ενώ οι απαραίτητες ποσότητες της βιταμίνης Ε είναι μικρές, ωστόσο επειδή συνιστώνται μεγαλύτερες ποσότητες για την αντιοξειδωτική δράση της (ως διατροφικό συμπλήρωμα), έχουν εξετασθεί οι επιπτώσεις πρόσληψης μεγάλων ποσοτήτων της βιταμίνης. Μια έκθεση που δημοσιεύτηκε στο 2005 θορύβησε την επιστημονική κοινότητα, επειδή ανέφερε αυξημένες πιθανότητες πρόωρου θανάτου. Νεότερες μελέτες έδειξαν ότι οι κίνδυνοι από μεγάλες ποσότητες βιταμίνη Ε είναι πολύ μικροί. Ποσότητες μέχρι και 1000 mg ημερησίως θεωρούνται ασφαλείς, αλλά γενικά δεν φαίνεται να προσφέρουν κάτι το αξιόλογο. Μεγαλύτερες ποσότητες μπορούν να επιδράσουν δυσμενώς στους μηχανισμούς πήξης του αίματος και να είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες για όσους λαμβάνουν αντιθρομβωτικά φάρμακα [Αναφ. 5ι]

Τυπικές δραστικές οξυγονούχες ενώσεις (ROS). Στις ROS ανήκουν ρίζες και όχι ρίζες. Τα περισσότερα βιολογικά μόρια είναι όχι ρίζες και περιλαμβάνουν δύο ηλεκτρόνια ανά τροχιακό, που αποτελεί μια σταθερή διαμόρφωση σε ένα μόριο. Μια ελεύθερη ρίζα είναι ένα αυθύπαρκτο μόριο ή ιόν με ένα ή περισσότερα ασύζευκτα ηλεκτρόνια. Ασύζευκτο ηλεκτρόνιο σημαίνει ύπαρξη τροχιακού με ένα ηλεκτρόνιο (στο σχήμα με κόκκινο χρώμα), που αποτελεί ασταθή διαμόρφωση και καθιστά τις ελεύθερες ρίζες εξαιρετικά δραστικές

 

Αντιοξειδωτικά - Φυσιολογική δράση της βιταμίνης Ε [Αναφ. 6]

Οι δραστικές οξυγονούχες ενώσεις (reactive oxygen species, ROS) αποτελούν οξειδωτικούς παράγοντες που προκαλούν φθορά και γήρανση στους ζώντες οργανισμούς. Σε αυτές περιλαμβάνονται ρίζες και μόρια όπως τα: .Ο2- (ανιοντική ρίζα σουπεροξειδίου), Η2Ο2 (υπεροξείδιο υδρογόνου), η ρίζα του υπεροξυλίου .ΟΟΗ και το .ΟΗ (ρίζα υδροξυλίου) (βλ. Χημική ένωση του μήνα: Υπεροξείδιο του υδρογόνου).

Τα λιποειδή αποτελούν ζωτικής σημασίας συστατικά των κυττάρων και ειδικότερα της κυτταρικής μεμβράνης, η οποία πρέπει να διατηρείται ακέραιη και να παρουσιάζει μια ευκαμψία και ρευστότητα. 'Οταν οι ανθρακικές αλυσίδες των λιπαρών οξέων υποστούν βλάβη από ελεύθερες ρίζες αρχίζουν να αντιδρούν μεταξύ τους σχηματίζοντας σταυροδεσμούς (crosslinking) καθιστώντας την κυτταρική μεμβράνη δύσκαμπτη. Ανάλογη οξειδωτική δράση προκαλούν και στη χοληστερόλη, που υπό την επίδραση ελεύθερων ριζών παρέχει κολλώδη προϊόντα οξείδωσης, τα οποία συμβάλλουν στον σχηματισμό αθηρωματικών πλακών (αρτηριοσκλήρυνση).

Επιπροσθέτως, ορισμένα δραστικά προϊόντα της οξείδωσης των λιπιδίων μπορούν να σχηματίσουν ουσίες με μεταλλαξιγόνο δράση. Τυπικό παράδειγμα επικίνδυνου προϊόντος οξείδωσης είναι η εξαιρετικά δραστική μηλονική διαλδεΰδη CH2(CHO)2 (malondialdehyde). Η διαλδεΰδη αυτή αντιδρά εύκολα με βάσεις του DNA σχηματίζοντας σταθερά μεταλλαξιγόνα προϊόντα προσθήκης. Επιπλέον, οι ROS, ως χημικώς δραστικά σωματίδια, μπορούν να προκαλέσουν άμεση βλάβη ακόμη στο DNA του κυττάρου, γεγονός το οποίο μπορεί να προκαλέσει τον θάνατο του κυττάρου ή (ακόμη χειρότερα) να το καταστήσει καρκινικό.

Οι ROS και οι ελεύθερες ρίζες γενικότερα μπορούν να "εξουδετερωθούν" από τις ονομαζόμενες αντιοξειδωτικές ουσίες (antioxidants), δηλαδή αναγωγικές ουσίες που άλλες τις δημιουργεί ο ίδιος ο οργανισμός και άλλες τις προσλαμβάνει μέσω της διατροφής του. Στις τελευταίες περιλαμβάνεται η βιταμίνη Ε  [Αναφ. 6].

Η βιταμίνη Ε αποτελεί τυπικό παράδειγμα αντιοξειδωτικής ουσίας φαινολικού χαρακτήρα. Οι φαινολικές αντιοξειδωτικές ουσίες αδρανοποιούν τις οξυγονούχες ρίζες προσφέροντάς τους το υδρογόνο της ομάδας του φαινολικού υδροξυλίου (-ΟΗ), έτσι στην περίπτωση της βιταμίνης Ε (π.χ. ΤΟΗ) σχηματίζεται μια ρίζα της βιταμίνης Ε (). Η ρίζα της βιταμίνης Ε σταθεροποιείται παρέχοντας μια κινόνη ή επανασχηματίζει την τοκοφερόλη με τη βοήθεια άλλων αναγωγικών ουσιών. Η δέσμευση των ριζών από την τοκοφερόλη τερματίζει την αλυσιδωτή αντίδραση και προστατεύει τα γειτνιάζοντα λιποειδή από την οξείδωση.

Ο κύριος βιολογικός ρόλος της βιταμίνης Ε είναι η προστασία των πολυακόρεστων λιπαρών οξέων (polyunsaturated fatty acids, PUFA) (βλ. Χημική ένωση του μήνα: ωμέγα-3 & ωμέγα-6 λιπαρά οξέα), όπως και άλλων συστατικών των κυτταρικών μεμβρανών και της λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας (low-density lipoprotein, LDL) από την οξείδωσή τους από τις ελεύθερες ρίζες. Μόρια της βιταμίνης Ε εντοπίζονται κυρίως στις διπλοστιβάδες φωσφολιποειδών των κυτταρικών μεμβρανών. Η βιταμίνη Ε είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στην προστασία των PUFA από την υπεροξείδωση, προϊόντα της οποία έχουν συνδεθεί με πολλές ασθένειες. 'Εχει εκτιμηθεί ένα μόριο βιταμίνης Ε προσφέρει ικανοποιητική προστασία ακόμη και σε δύο χιλιάδες μόρια φωσφολιποειδών, γεγονός το οποίο υποδεικνύει ότι μετά την αντίδρασή της με ελεύθερες ρίζες, αναδημιουργείται πιθανώς μέσω άλλων αντιοξειδωτικών ουσιών [Αναφ. 5α].

Σύνοπτικός μηχανισμός υπεροξείδωσης. Ο μηχανισμός οξείδωσης λιποειδών από ελεύθερες ρίζες και το σημείο "επέμβασης" της τοκοφερόλης μπορεί να αποδοθεί συνοπτικά με τον κύκλο αντιδράσεων που φαίνονται δεξιά, γνωστός ως κυκλική διάδοση λιποειδικής υπεροξείδωσης (cyclic propagation of lipid peroxydation).

Η ελεύθερη ρίζα αντιδρά με το λιποειδές LH από το οποίο αποσπά ένα άτομο υδρογόνου, οπότε σχηματίζεται η ρίζα του λιποειδούς , ενώ η ίδια παύει πλέον να υφίσταται (αντίδραση 1). Από το σημείο αυτό και πέρα αρχίζει ο "καταστροφικός κύκλος" που περιγράφεται από τις αντιδράσεις 2 και 3. Η ρίζα του λιποειδούς αντιδρά με μόρια οξυγόνου σχηματίζοντας την υπεροξυ-ρίζα του λιποειδούς (αντίδραση 2).

Η υπεροξυ-ρίζα του λιποειδούς αντιδρά με ένα νέο (άθικτο) μόριο λιποειδούς (LH) παρέχοντας υπεροξυ-παράγωγο του λιποειδούς (LOOH), που αποτελεί την "κατεστραμμένη" μορφή του. Συγχρόνως επανασχηματίζεται η ρίζα του λιποειδούς (αντίδραση 3), η οποία επανέρχεται στον κύκλο επαναλαμβάνοντας το καταστρεπτικό της έργο. Η αντίδραση 4 είναι το άθροισμα των δύο προηγούμενων αντιδράσεων, που δείχνει ότι στην ουσία έχουμε καταστροφική οξείδωση του λιποειδούς από το οξυγόνο.

Είναι αυτονόητο ότι η αντίδραση 4 δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί άμεσα χωρίς την καταλυτική παρουσία της ρίζας , η οποία (με τη σειρά της) είναι αποτέλεσμα μιας ελεύθερης ρίζας που βρέθηκε στο περιβάλλον των λιποειδών και "πυροδότησε" την έναρξη ενός καταστροφικού κύκλου αντιδράσεων υπεροξείδωσης.

Ο κύκλος αυτός θα επαναληφθεί έως ότου βρεθεί κάποια αντιοξειδωτική ουσία, όπως η τοκοφερόλη (ΤΟΗ) η οποία θα δεσμεύσει την υπεροξυ-ρίζα του λιποειδούς σχηματίζοντας την αντίστοιχη ρίζα η οποία είναι σταθερή (δεν είναι σε θέση να δράσει ανάλογα με τη ρίζα ), είτε μετασχηματίζεται σε μια σταθερή οξειδωμένη μορφή του αντιοξειδωτικού, είτε ξαναγίνεται τοκοφερόλη μέσω ενός άλλου αναγωγικού σωματιδίου (βλ. παρακάτω). Η τοκοφερόλη μπορεί βέβαια να εξουδετερώσει "εξ αρχής" την ελεύθερη ρίζα ( + ΤΟΗ    RH +  ). Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι έχει εκτιμηθεί πως η υπεροξυ-ρίζα αντιδρά 1000 φορές ταχύτερα με την α-τοκοφερόλη (αντίδραση 5) παρά με τα πολυακόρεστα λιποειδή (αντίδραση 3) [Αναφ. 3στ].

Με τη μετατροπή της τοκοφερόλης σε ρίζα (τερματισμός, αντίδραση 5) δεν σημαίνει ότι η τοκοφερόλη "αχρηστεύτηκε". Η ρίζα μπορεί να αναχθεί από άλλες αντιοξειδωτικές - αναγωγικές ουσίες του οργανισμού, όπως είναι η βιταμίνη C (ασκορβικό οξύ), που προσλαμβάνεται με την τροφή, και η γλουταθειόνη, ένα τριπεπτίδιο που δημιουργεί ο ίδιος ο οργανισμός και περιέχει την αναγωγική ομάδα την -SH του αμινοξέος κυστεΐνη. Οπότε το μόριο της τοκοφερόλης ΤΟΗ επανασχηματίζεται για να επαναλάβει την προστατευτική δράση του, όπως σχηματικά δείχνεται από το επόμενο σχήμα συζευγμένων αντιδράσεων:

Οξειδοαναγωγικό σύστημα "ανακύκλωσης" της α-τοκοφερόλης (TOH): (1) δέσμευση της "καταστροφικής" υπεροξυρίζας του λιποειδούς με σχηματισμό ρίζας της α-τοκοφερόλης. (2) Επανασχηματισμός της α-τοκοφερόλης από ουσίες, όπως η γλουταθειόνη (GSH) και η βιταμίνη C με σχηματισμό των αντίστοιχων ριζών ή της οξειδωμένης μορφής της γλουταθειόνης (GSSG). (3) Επανασχηματισμός γλουταθειόνης και της βιταμίνης C από την ανηγμένη μορφή του συνενζύμου NADP (φωσφορυλιωμένο β-νικοτιναμιδο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο) [Αναφ. ].

Περισσότερες πληροφορίες πάνω στην επίδραση των ελεύθερων ριζών στην υγεία μπορούν να αναζητηθούν στο βιβλίο του Αθ. Βαλαβανίδη: "Ελεύθερες Ρίζες και ο Ρόλος τους στα Βιολογικά Συστήματα, ΒΗΤΑ Medical arts, Αθήνα, 2006".

'Aλλα φαινολικά αντιοξειδωτικά. Οι χημικοί τύποι τυπικών φαινολικών αντιοξειδωτικών ουσιών δείχνονται παρακάτω. Πολλές από αυτές -όπως και οι ίδιες οι τοκοφερόλες- χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία τροφίμων ως αντιοξειδωτικά πρόσθετα λιπαρών τροφίμων. Η παρουσία αντιοξειδωτικών επιβραδύνει σημαντικά το τάγγισμά τους. Από αυτές οι ουσίες PMC (2,2,5,7,8-πενταμεθυλο-6-υδροξυ-χρωμάνιο) και Trolox (2,5,7,8-τετραμεθυλο-6-υδροξυ-χρωμανο-2-καρβοξυλικό οξύ) αποτελούν συνθετικά ανάλογα της α-τοκοφερόλης, που παρουσιάζουν παρόμοια με αυτήν βιολογική ενεργότητα. Η ουσία Trolox θεωρείται ως "υδατοδιαλυτή" μορφή της α-τοκοφερόλης και χρησιμοποιείται ως πρότυπη αντιοξειδωτική ουσία ως προς την αντιοξειδωτική ισχύ της οποίας συγκρίνονται οι διάφορες αντιοξειδωτικές ουσίες.

Τυπικές φαινολικές αντιοξειδωτικές ουσίες.

 

Διατροφικά συμπληρώματα και βιταμίνη Ε - Επιδημιολογικές έρευνες

Η πλειονότητα των εργαστηριακών και βιολογικών και κλινικών ερευνών δείχνουν ότι η βιταμίνη Ε (α-τοκοφερόλη) προσφέρει αντιοξειδωτική προστασία στην υπεροξείδωση των λιποπρωτεϊνών χαμηλής πυκνότητας (low density lipoproteins, LDL), κυρίως παρεμβαίνοντας στην αλυσιδωτή αντίδραση των βημάτων της υπεροξείδωσης. Οι μηχανισμοί, ο ρόλος της βιταμίνης Ε, η ανακύκλωση της οξειδωμένης Ε και ο διπλός ρόλος της σε μηχανισμούς ελευθέρων ριζών έχει διερευνηθεί σε μεγάλο βαθμό [Αναφ. 7].

Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν διεξαχθεί πολλές έρευνες για τα διατροφικά συμπληρώματα που περιέχουν βιταμίνες, ιχνοστοιχεία και διάφορα ένζυμα. Οι πολυάριθμες αυτές έρευνες έδωσαν θετικά, αλλά και αρνητικά αποτελέσματα. Πολλές μετα-έρευνες (συγκέντρωση ομοίων ερευνητικών προγραμμάτων και επιδημιολογικών ή κλινικών ερευνών, των οποίων τα αποτελέσματα επεξεργάσθηκαν και η σπουδαιότητα της έρευνας εκτιμήθηκε με διάφορα κριτήρια) βρήκαν ουδέτερα ή αρνητικά αποτελέσματα. Μάλιστα σε πολλές έρευνες επιβεβαιώθηκαν και τοξικές ή αρνητικές επιπτώσεις σε περιπτώσεις λήψης μεγάλων ποσοτήτων βιταμίνης Ε και για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η πιο σημαντική και πρόσφατη ανασκόπηση στο θέμα είναι των Bell και Grochoski [Αναφ. 7ζ].

Η διατροφή με φυσικά προϊόντα είναι πολύ πιο υγιεινή, πιο εξισορροπημένη και κατά πολύ φθηνότερη από τη συχνά άσκοπη κατανάλωση διατροφικών συμπληρωμάτων.

Η ανασκόπηση αυτή θεωρεί ότι οι περισσότερες έρευνες μέχρι το 2000 ήταν θετικές [Αναφ. 8]. Ωστόσο, κατά το 2005 άρχισε η δημοσίευση μελετών που προκάλεσαν κάποια αναταραχή στην ιατρική κοινότητα, επειδή έδειξαν και αρνητικές επιπτώσεις σε περιπτώσεις πρόσληψης σχετικά μεγάλων ποσοτήτων (μεγαλύτερες από 400 IU). Γενικά, θεωρήθηκε ότι σε πολλές περιπτώσεις αυξάνεται η πιθανότητα πρόωρου θανάτου ("High-dosage (>400 IU/d) vitamin E supplements may increase all-cause mortality and should be avoided") [Αναφ. 9].

Παρόλα αυτά, οι περισσότερες μελέτες έδειξαν ότι διατροφικά συμπληρώματα βιταμίνης Ε έχουν θετικά αποτελέσματα, αλλά με ιατρική συνταγή και παρακολούθηση και όχι σε ποσότητες βιταμίνης μεγαλύτερες από τα 1000 mg την ημέρα. Αυξημένη θνησιμότητα εμφανίσθηκε σε ασθενείς με ελλείψεις σε άλλες βιταμίνες (βιταμίνη Κ) και συχνά η χορήγηση μεγάλων ποσοτήτων βιταμίνης Ε πρέπει να συνδυάζεται με χορήγηση ποσοτήτων βιταμίνης Κ. Επίσης, οι επιστήμονες έδειξαν ότι η βιταμίνη Ε μπορεί να δράσει και ως οξειδωτικό σε υψηλές συγκεντρώσεις με βλαβερές επιπτώσεις στον ανθρώπινο οργανισμό.

Υπάρχουν πολλές εξειδικευμένες έρευνες, επιδημιολογικές, βιολογικές και κλινικές, για την επίδραση της βιταμίνης Ε σε περιπτώσεις κακόηθων νεοπλασιών, διαβήτη τύπου 2, οφθαλμολογικών εκφυλιστικών παθήσεων (καταρράκτη, εκφύλιση ωχράς κηλίδας), νευροεκφυλιστικών και καρδιαγγειακών παθήσεων. Η εξαιρετική σημασία των ερευνών αυτών φαίνεται από τον μεγάλο αριθμό δημοσιεύσεων στα πλέον έγκυρα ιατρικά επιστημονικά περιοδικά και από τον υψηλό αριθμό των εθελοντών και ασθενών που λαμβάνουν μέρος στις κλινικές έρευνες [Αναφ. 10].

Οι έρευνες των τελευταίων δεκαετιών έχουν επικεντρωθεί στον αντιοξειδωτικό ρόλο της λιποδιαλυτής βιταμίνης Ε για την πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων και των κακοήθων νεοπλασιών. Η δράση αυτή αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην εξουδετέρωση ελευθέρων και δραστικών οξυγονούχων ενώσεων και στην προστασία των λιποειδών των κυτταρικών μεμβρανών από την λιπιδική υπεροξείδωση, που μέσω αλυσίδας άλλων αντιδράσεων καταλήγει στη δημιουργία αθηρωματικών πλακών.

Επίσης, έχουν πραγματοποιηθεί πολλές επιδημιολογικές και κλινικές έρευνες για τα διατροφικά συμπληρώματα βιταμίνης Ε, αλλά τα αποτελέσματα είναι συχνά αντικρουόμενα (έρευνες που καταλήγουν σε αντίθετα μεταξύ τους συμπεράσματα). Αυτό οφείλεται στη φύση αυτού του είδους των μελετών και στο πλήθος των εμπλεκόμενων παραγόντων. Ωστόσο, το γενικό σκεπτικό των καταναλωτών ως προς τα προϊόντα αυτά συνοψίζεται στη φράση: "Δεν βλάπτουν, ίσως να κάνουν καλό, γιατί να μην τα παίρνω;" [Αναφ. 9δ].

Συμπερασματικά: Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα οικονομικά συμφέροντα μια τεράστιας βιομηχανίας διατροφικών συμπληρωμάτων και θα πρέπει να είναι κανείς επιφυλακτικός, ιδιαίτερα όταν παρατηρούνται ασυμφωνίες μεταξύ των ερευνητικών αποτελεσμάτων διαφόρων μελετών. Είναι χαρακτηριστικό το ότι πολλές εργασίες καταλήγουν σε συμπεράσματα ασαφή και όχι οριστικά (inconclusive), που συχνά συνοδεύονται με φράσεις όπως "απαιτούνται περισσότερες μελέτες". Το Γραφείο Διατροφικών Συμπληρωμάτων των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των Ηνωμένων Πολιτειών (Office of Dietary Supplements, National Institutes of Health) στην ενημερωτική για το κοινό ιστοσελίδα του (Fact Sheet) εμφανίζεται επιφυλακτικό έως αρνητικό ως προς την ουσιαστική χρησιμότητα των διατροφικών συμπληρωμάτων βιταμίνης Ε [Αναφ. 5ζ].

 

 

Για τις χημικές και φυσιολογικές ιδιότητες των βιταμινών του συμπλέγματος Ε έχει εκδοθεί πλήθος εξειδικευμένων και εκλαϊκευμένων βιβλίων.

 

 Βιβλιογραφία - Πηγές από το Διαδίκτυο

  1. (α) Merck Index, 12th ed, σελ. 1712. (β) Wikipedia: "Tocopherol".

  2. (α) Wikipedia: "Herbert McLean Evans". (β) Corner GW: "Hernert McLean Evans, 1882-1971: A Biographical Memoir" (αρχείο PDF 1,77 MB). (γ) A History of UCSF: "People: Hernert McLean Evans (1882-1971)". (δ) Fernholz E: "On the Constitution of α-Tocopherol",J. Am. Chem. Soc. 60(3):700-705, 1938. (ε) Wikipedia: "Vitamin". (στ) Evans HM, Bishop KS: "On the existence of a hitherto unrecognized dietary factor essential for reproduction", Science 56(1458): 650-651, 1922 (Abstract).

  3. (α) FAO/WHO Report: "Human Vitamin and Mineral Requirements: Chaper 9. Vitamin E", 2001 (ολόκληρη η αναφορά: αρχείο PDF 6,54 MB). (β) Riken Vitamin Co.: "Natural Tocopherol: Chemical Structure and Properties". (ε) Vitamin Basics: "History of vitamin E". (στ) Litwack G: "Vitamin E, Volume 76 (Vitamins and Hormones)" (p.3), Elsevier, 2007. (ζ) MacWilliam L: "What makes gamma-tocopherol superior to alpha tocopherol", Life Extension Foundation (αρχείο PDF 4,79 MB).

  4. (α) The AOCS Lipid Library: "Tocopherols and Tocotrienols: Structure, Composition, Biology and Analysis". (β) Arango Y, Heise K-P: "Tocopherol synthesis form homogentisate in Capsicum anuum L. (yellow pepper) chromoplast membranes: evidence for tocopherol cyclase", Biochem. J 336:531-533, 1998 (αρχείο PDF, 97 KB). (γ) Smith LI, Ungnade HE: "The Chemistry of Vitamin E. IV. The synthesis of Tocopherols", Org. Chem. 04(3):298-304, 1939. (δ) Odinokov VN, Spivak AY, Emelyanova GA, Mallyabaeva MI, Nazarova OV, Dzhemilev UM: "Synthesis of α-tocopherol (vitamin E), vitamin K1-chromanol, and theirs analogs in the presence of aluminosilicates catalysts Tseokar-10 and Pentasil", ARKIVOC, xiii:101-118, 2003 (αρχείο PDF 445 KB). (ε) Carballo-Cardens EC, Tuan PM, Janssen M, Wijffels RH: "Vitamin E (α-tocopherol) production by the marine microalgae Dunaliella tertiolecta and Tetraselmis suecica in batch cultivation", Biomolecular Engineering 20:139-147, 2003 (Abstract). (στ) Valentin HE, Qi Q: "Biotechnological production and application of vitamin E: current state and prospects", Appl. Microbiol. Biotechnol. 68:436-444, 2005 (αρχείο PDF 2,5 MB). (ζ) Gomory J, Kralik M, Kaszonyi: "Towards the synthesis of (all-rac)-α-tocopherol from trimethylhydroquinone and isophyto at reduced pressure", Acta Chimica Slovaca 4(1):3-14, 2011 (αρχείο PDF 101 KB).

  5. (α) Wikipedia: "Vitamin E". (β) CyberLipid Center: "Vitamin E". (γ) Preedy VR, Watson RR: "The Encyclopedia of Vitamin E", CABI Publishing, Cambridge, MA, 2007 (google e-books). (δ) Pocklington WD, Dieffenbacher A: "Determination of tocopherols and tocotrienols in vegetable oils and and fats by high performance liquid chromatography: Results of a collaborative study and the standardised method", Pure & Appl. Chem. 60(6):877-892, 1988 (αρχείο PDF, 1,04 MB). (ε) Ching LS, Mohamed S: "Alpha-tocopherol content in 62 edible tropical plants", J. Agric. Food Chem. 49(6):3101-3105, 2001 (Pubmed). (στ) Slover HT: "Tocopherols in foods and fats", Lipids 6(5):291-296 1971 (Abstract). (στ) NaturalRemedies.org: "Vitamin E - Tocopherol (Alpha, Beta, Gamma, Delta)". (ζ) National Institutes of Health, Office of Dietary Supplements: "Dietary Sypplement Fact Sheet: Vitamin E". (η) Linus Pauling Institute (Oregon State University): "Vitamin E". (θ) Buzzle.com: "Vitamin E deficiency symptoms". (ι) Vitamins & health supplements guide: "Vitamin E (tocopherol)". (ια) Thomas RG, Gebhardt SE: "Nut and seeds as sources of alpha and gamma tocopherols", USDA-ARS Nutrient Data Laboratory (αρχείο PDF 230 KB).

  6. (α) Wikipedia: "Antioxidant". (β) Cheung RLM: "Phenolic Antioxidants" (αρχείο PDF 227 KB). (γ) Engin KN: "Alpha-tocopherol: looking beyond an antioxidant", Mol Vis. 15:855-860, 2009.

  7. (α) Bowry VW, Ingold KU, Stocker T. Vitamin E in human low-density lipoprotein. When and how this antioxidant becomes pro-oxidant. Biochem J 288:341-344, 1992 (αρχείο PDF 783 KB). (β) Stocker R: "The ambivalence of Vitamin E in atherogenesis", Trends Biochem Sci 24:219-223, 1999 (αρχείο PDF 2,50 MB). (γ) Pryor WA: "Vitamin E and heart disease: basic science to clinical intervention trials. Review", Free Radic Biol Med 28:141-164, 2000 (PubMed). (δ) Thomas SR, Stocker R: "Molecular action of Vitamin E in lipoprotein oxidation: implications for atherosclerosis", Free Radic Biol Med 28:1795-1805, 2000 (PubMed). (ε) Kritharides L, Stocker R: "The antioxidant supplements in coronary heart disease. Review", Atherosclerosis 164:211-219, 2002 (PubMed). (στ) Ricciarelli R, Zingg J-M, Azzi A: "The 80th anniversary of Vitamin E: beyond its antioxidant properties", Biol Chem 383:457-465, 2002 (PubMed). (ζ) Bell SJ, Grochoski GT. How safe is vitamin E supplementation? Critical Reviews in Food Science and Nutrition 48:760-774, 2008 (PubMed).

  8. (α) Rimm EB, Stampfer MJ, Ascherio A, Giovannucci E, Colditz GA, Willett WC: "Vitamin E consumption and the risk of coronary heart disease in men", N Engl J Med 328:1450-1456, 1993 (PubMed). (β) Stampfer MJ, Hennekens CH, Manson JE, Colditz GA, Rosner B, Willett WC: "Vitamin E consumption and the risk of coronary heart disease in women", N Engl J Med 328:1444-1449, 1993 (PubMed). (γ) Bostick RM, Potter JD, McKenzie DR, Sellers TA, Kushi LH, Steinmetz KA, Folsom AR: "Reduced risk of colon cancer with high intake of vitamin E. The Iowa Women’s Health Study" Cancer Res 53:4230-4237, 1993 (PubMed). (δ) The Alpha-Tocopherol, Beta Carotene Cancer Prevention Study Group: "The effect of vitamin E and beta carotene on the incidence of lung cancer and other cancers in male smokers", N Eng J Med 330: 1029-1035, 1994 (PubMed). (ε) Princen HM, van Duyvenvoorde W, Buytenhek R, van der Laarse A, van Poppel G, Gevers Leuven JA, van Hinsbergh VW: "Supplementation with low doses of vitamin E protect LDL from lipid peroxidation in men and women", Arteriosclerosis Thromb & Vascul Biol 15:325-333, 1995 (PubMed). (στ) Stephens NG, Parsons A, Schofield PM, Kelly F, Cheeseman K, Mitchinson MJ: "Randomized controlled trial of vitamin E in patients with coronary disease: Cambridge Heart Antioxidant Study (CHAOS)", The Lancet 347:781-786, 1996 (PubMed).

  9. (α) Ford ES, Ajami UA, Mokdad AH: "Brief communication: The prevalence of high intake of vitamin E from the use of supplement among U.S. adults", Ann Intern Med 143:116-120, 2005 (PubMed). (β) Yale SL: "The vitamin E meta-analysis. Cause for concern?", Altern & Complem Med February:7-11, 2005 (Abstract). (γ) Miller ER 3rd, Pastor-Barriuso R, Dalal D, Riemersma RA, Appel LJ, Guallar E: "Meta-analysis: High dosage vitamin E supplementation may increase all-cause mortality", Ann Intern Med 142:37-46, 2005 (αρχείο PDF 531 KB). (δ) Greenberg ER: "Editorial: Vitamin E supplements: Good in theory, but is the theory good?", Ann Intern Med 142:75-76, 2005.

10. (α) Yusuf S, Dagenais G, Pogue J, Bosch J, Sleight P: "Vitamin E supplementation and cardiovascular events in high-risk patients", N Engl J Med 342:154-160, 2000 (PubMed). (β) Salonen JT, Nyyssönen K, Salonen R, Lakka HM, Kaikkonen J, Porkkala-Sarataho E, Voutilainen S, Lakka TA, Rissanen T, Leskinen L, Tuomainen TP, Valkonen VP, Ristonmaa U, Poulsen HE: "Antioxidant supplementation in Atherosclerosis prevention (ASAP) study: a randomized trial of the effect of vitamin E and C on 3-year progression of carotid atherosclerosis", J Intern Med 248:377-386, 2000 (αρχείο PDF 266 KB). (γ) Collaborative Group of the Primary Prevention Project (PPP): "Low-dose aspirin and vitamin E in people at cardiovascular risk: a randomized trial in general practice", The Lancet 357:89-95, 2001 (PubMed). (δ) Graat JM, Schouten EG, Kok FJ: "Effect of daily vitamin E and multivitamin-mineral supplementation on acute respiratory tract infections in elderly persons", JAMA 288:715-721, 2002 (PubMed). (ε) Vivekananthan DP, Penn MS, Sapp SK, Hsu A, Topol EJ: "Use of antioxidant vitamins for the prevention of cardiovascular disease: meta-analysis of randomized trials", The Lancet 361:2017-2023, 2003 (PubMed). (στ) Virtamo J, Pietinen P, Huttunen JK, Korhonen P, Malila N, Virtanen MJ, Albanes D, Taylor PR, Albert P (ATBC Study Group): "Incidence of cancer and mortality following alpha-tocopherol and beta-carotene supplementaion: a postintervention follow-up", JAMA 290:476-485, 2003 (PubMed). (ζ) McNeil JJ, Robman L, Tikellis G, Sinclair MI, McCarty CA, Taylor HR: "Vitamin E supplementation and cataract: randomized controlled trial", Ophthalmology 111:75-84, 2004 (PubMed). (η) Eidelman RS, Hollar D, Hebert PR, Lamas GA, Hennekens CH: "Randomized trials of vitamin E in the treatment and prevention of cardiovascular disease", Arch Intern Med 164:1552-1556, 2004 (PubMed). (θ) Hemilä H, Virtamo J, Albanes D, Kaprio J: "Vitamin E and beta-carotene supplementation and hospital-treated pneumonia incidence in male smokers", Chest 125:557-565, 2004 (PubMed). (ι) Hathcock JN, Azzi A, Blumberg J, Bray T, Dickinson A, Frei B, Jialal I, Johnston CS, Kelly FJ, Kraemer K, Packer L, Parthasarathy S, Sies H, Traber MG: "Vitamins E and C are safe across a broad range of intakes", Am J Clin Nutr 81:736-745, 2005. (ια) Lee IM, Cook NR, Gaziano JM, Gordon D, Ridker PM, Manson JE, Hennekens CH, Buring JE: "Vitamin E in the primary prevention of cardiovascular disease and cancer", JAMA 294:56-65, 2005 (PubMed). (ιβ) Petersen RC, Thomas RG, Grundman M, Bennett D, Doody R, Ferris S, Galasko D, Jin S, Kaye J, Levey A, Pfeiffer E, Sano M, van Dyck CH, Thal LJ (Alzheimer's Disease Cooperative Study Group): "Vitamin E and donepezil for the treatment of mild cognitive impairment", N. Engl J Med 352:2379-2388, 2005 (PubMed). (ιγ) Lonn E, Bosch J, Yusuf S, Sheridan P, Pogue J, Arnold JM, Ross C, Arnold A, Sleight P, Probstfield J, Dagenais GR (HOPE and HOPE-TOO Trial Investigators): "Effect of long-term vitamin E supplementation on cardiovascular events and cancer", JAMA 293:1338-1347, 2005 (PubMed). (ιδ) Seppo L, Lähteenmäki T, Tikkanen MJ, Vanhanen H, Korpela R, Vapaatalo H: "Effects of vitamin E on the toxicity of oxidized LDL, on endothelial cells in vitro in smokers vs nonsmokers on diets rich in fish", Eur J Clin Nutr 59:1282-1290, 2005 (PubMed). (ιε) Weinstein SJ, Wright ME, Pietinen P, King I, Tan C, Taylor PR, Virtamo J, Albanes D: "Serum alpha-tocopherol and gamma-tocopherol in relation to prostate cancer risk in a prospective study", J Natl Cancer Instit 97:396-399, 2005 (PubMed). (ιστ) Clarke MW, Ward NC, Wu JH, Hodgson JM, Puddey IB, Croft KD: "Supplementation with mixed tocopherols increases serum and blood cell gamma-tocopherol but does not alter biomarkers of platelet activation in subjects with type 2 diabetes", Am J Clin Nutr 83:95-102, 2006 (PubMed). (ιζ) Dunn BK, Richmond ES, Minasian LM, Ryan AM, Ford LG: "A nutrient approach to prostate cancer prevention. The Selenium and vitamin E cancer prevention trial (SELECT). Review", Nutrition & Cancer 62(7):896-918, 2010 (PubMed).

 

 

 

Αποποίηση ευθυνών: Έχει καταβληθεί κάθε προσπάθεια για να εξασφαλισθεί η ορθότητα των πληροφοριών που περιλαμβάνονται σε αυτή τη σελίδα, ωστόσο ο έχων την επιμέλεια της σελίδας αυτής και το Τμήμα Χημείας δεν αναλαμβάνουν τη νομική ευθύνη για τυχόν σφάλματα, παραλείψεις ή ανακριβείς πληροφορίες. Επιπλέον, το Τμήμα Χημείας δεν εγγυάται την ορθότητα των αναφερόμενων σε εξωτερικές ιστοσελίδες, ούτε η αναφορά μέσω συνδέσμων (links) στις ιστοσελίδες αυτές, υποδηλώνει ότι το Τμήμα Χημείας επικυρώνει ή καθ' οιονδήποτε τρόπο αποδέχεται το περιεχόμενό τους.